- κοχενίλη
- Κοινή ονομασία ημιπτέρων εντόμων της οικογένειας των κοκκιδών, ιθαγενών του Μεξικού. Οι κ. ζουν πάνω στους κάκτους και το αποξηραμένο σώμα τους περιέχει περίπου 50% μιας φυσικής κόκκινης χρωστικής ουσίας, της καρμίνης, η οποία χρησιμοποιείται για τη βαφή μαλλιών και μετάξης. Σήμερα, η ουσία αυτή χρησιμοποιείται ενίοτε για χρώματα ακουαρέλας ή για τον χρωματισμό μερικών ποτών. Βλ. λ. κοκκίδες.
Κοχενίλες του είδους Pericerya purchasi.
Dictionary of Greek. 2013.